ἐφαρπάζω

ἐφαρπάζω
ἐφαρπάζω, perh. by mistake for ἀφαρπ-, Sammelb.4315.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εφαρπάζω — ἐφαρπάζω, ίσως εσφ. γρφ. αντί ἀφαρπάζω (Α) αρπάζω διά τής βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρπάζω] …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”